σπαστικός

σπαστικός
(Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων, προκαλεί διαταραχή της θρέψης και αλλοίωση των λειτουργιών αυτών των οργάνων (π.χ. εγκέφαλου, καρδιάς κλπ.). Ο σπασμός των μυών των εσωτερικών οργάνων διαταράσσει, για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, τη φυσιολογική λειτουργία των οργάνων αυτών και προκαλεί παροξυσμούς «κολικών». Σπασμοί παρατηρούνται σε διάφορες διαταραχές του νευρικού συστήματος, καθώς και σε ορισμένες αλλοιώσεις της ανταλλαγής της ύλης. Γνωστή είναι η σ. παιδική παράλυση, πάθηση που αναπτύσσεται εξαιτίας βλάβης των κινητικών κέντρων ή των κινητικών οδών, ύστερα από λοιμώδεις αρρώστιες ή τραύματα, κυρίως του φλοιού του εγκέφαλου. Το νόσημα αυτό συνοδεύεται από σπασμούς των μυών, που δεν επιτρέπουν στο παιδί να κάνει ενεργητικές κινήσεις. Όταν προσπαθήσει να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, δημιουργούνται αναγκαστικές αθέλητες κινήσεις, που επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η σ. παιδική παράλυση μπορεί να οφείλεται σε λοιμώξεις, που συνοδεύονται από φλεγμονή του εγκέφαλου (εγκεφαλίτιδα). Μπορεί επίσης να οφείλεται σε τραύματα του τοκετού. Το νόσημα είναι δυνατό να εκδηλωθεί και σε πρόωρα βρέφη και σε παιδιά που γεννήθηκαν σε κατάσταση ασφυξίας εξαιτίας αιμορραγίας του εγκέφαλου. Οι περιπτώσεις αυτές σπαστικής παιδικής παράλυσης λέγονται νόσος του Λιτλ. Στις σοβαρές περιπτώσεις η πάθηση εκδηλώνεται αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού. Το παιδί παραμένει ακίνητο και τα πόδια του βρίσκονται σε ομοιόμορφη σύσπαση. Με τον καιρό οι συσπάσεις εντείνονται τόσο, ώστε τα πόδια του παιδιού διασταυρώνονται και δεν μπορεί ούτε να καθήσει, ούτε να περπατήσει. Η βελτίωση που παρατηρείται με την πάροδο της ηλικίας είναι ασήμαντη. Στις πιο ελαφρές περιπτώσεις, όσο το παιδί μεγαλώνει, παρουσιάζεται σημαντική βελτίωση, δεν αναπτύσσεται ωστόσο κανονικά. Η φυσιολογική τάση των μυών είναι πολύ αυξημένη, γι’ αυτό και κατά το βάδισμα τα πόδια διασταυρώνονται. Οι μηροί έχουν μια κλίση προς τα μέσα και οι κνήμες κολλούν η μια με την άλλη. Τα πέλματα πατάνε στο έδαφος μόνο με τα δάχτυλα, ενώ οι φτέρνες μένουν μετέωρες και ο άρρωστος περπατά κάνοντας πολύ μικρά βήματα. Όταν ο άρρωστος συγκινείται ή δέχεται ισχυρούς ερεθισμούς, ο σπασμός των μυών εντείνεται και οι εκούσιες κινήσεις δυσκολεύονται. Στη σπαστική παιδική παράλυση διαπιστώνεται συχνά και πνευματική καθυστέρηση διαφόρων βαθμών.
* * *
-ή, -ό / σπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που προκαλείται ή συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπαστική βρογχίτιδα» β. «σπαστική κολίτιδα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπαστικά
ιατρ. παιδιά που πάσχουν από βρεφική εγκεφαλοπάθεια οφειλόμενη σε συνθήκες ανοξίας κατά τον τοκετό
3. μτφ. πολύ ενοχλητικός
αρχ.
αυτός που απορροφά, απορροφητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σπαστικός έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. του σπάω / σπώ, το οποίο απαντά μόνο σε συνθ. τ. με τη μορφή -σπαστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπαστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σπασμούς: Του έδωσε σπαστικά φάρμακα. 2. μτφ., άνθρωπος που δεν ελέγχει τις κινήσεις των μελών του σώματός του, γιατί πάσχει από σπαστική παραλυσία. 3. ο εκνευριστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαστικά — σπαστικός drawing in neut nom/voc/acc pl σπαστικά̱ , σπαστικός drawing in fem nom/voc/acc dual σπαστικά̱ , σπαστικός drawing in fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικόν — σπαστικός drawing in masc acc sg σπαστικός drawing in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικοῖς — σπαστικός drawing in masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικούς — σπαστικός drawing in masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικῆς — σπαστικός drawing in fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστική — σπαστικός drawing in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Espasticidad — Saltar a navegación, búsqueda La espasticidad (del gr. σπαστικός, derivado de σπᾶν, arrancar ) es un síntoma que refleja un trastorno motor del sistema nervioso en el que algunos músculos se mantienen permanentemente contraídos. Dicha contracción …   Wikipedia Español

  • espástico — espástico, a adj. Med. *Rígido por un espasmo permanente. * * * espástico, ca. (Del gr. σπαστικός, der. de σπᾶν, arrancar, tironear). adj. Perteneciente o relativo a la espasticidad. || 2. Que está afectado de espasticidad. Apl. a pers., u. t. c …   Enciclopedia Universal

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”